- βαργεστώ
- -ησα, βαργεστημένος, αισθάνομαι πλήξη, ανία, χάνω τη διάθεσή μου για κάτι: Βαργέστησα να περιμένω τόσα χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαργεστώ — και βαργεστίζω και βαζγεστίζω 1. παραιτούμαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι 2. απαυδώ, κουράζομαι 3. δυσανασχετώ 4. απελπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαζγεστίζω < τουρκ. vazgestim, αόρ. του vazgecmek, οι δε τ. βαργεστίζω βαργεστώ < βαζγεστίζω, με το ρ… … Dictionary of Greek
βαργεστίζω — βλ. βαργεστώ … Dictionary of Greek
βαργεστίζω — βλ. βαργεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαριεστίζω — βλ. βαργεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)